- στραγγουλίζω
- (I)Νβλ. στραγγαλίζω.————————(II)Νβλ. στραμπουλίζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
στραμπουλίζω — και οτραμπουλώ και στραγγουλίζω Ν (σχετικά με μέλος τού σώματος) προκαλώ ή υφίσταμαι διάστρεμμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. στραμπουλίζω / στραγγουλίζω, κατά μία άποψη, έχουν προέλθει από συμφυρμό τών ιταλ. strambare και strangolare, ενώ, κατ άλλους, από… … Dictionary of Greek
στραγγαλίζω — ΝΜΑ, και στραγγουλίζω Ν [στραγγάλη / στραγγούλα] 1. πνίγω, θανατώνω κάποιον σφίγγοντας τον λαιμό του με τα χέρια, με σχοινί ή με ύφασμα (α. «στραγγάλισε τον άντρα της» β. «στραγγαλίζειν τὸν τράχηλον») 2. απαγχονίζω νεοελλ. 1.ναυτ. συσφίγγω δύο… … Dictionary of Greek
στραμπουλιξιά — και στραγγουλιξιά, η, Ν στραμπούλιγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αόρ. στραμπούλιξα / στραγγούλιξα τών ρ. στραγγουλίζω (Η) / στραμπουλίζω + κατάλ. ιά (πρβλ. σπρωξ ιά)] … Dictionary of Greek
στραμπούλιγμα — και οτραμπούλισμα, και οτραγγούλισμα, το, Ν [στραμπουλίζω / στραγγουλίζω (II)] εξάρθρωση μέλους τού σώματος με συστροφή … Dictionary of Greek